Βοήθῳ

Βοήθῳ
Βόηθος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βοηθώ — ( άω) (AM βοηθῶ, έω, Α και βωθέω, ιων. τ.) 1. παρέχω υλική ή ηθική βοήθεια 2. προστρέχω να σώσω κάποιον, σώζω 3. ανακουφίζω ασθενή, βελτιώνω την κατάσταση του μσν. νεοελλ. διευκολύνω, ωφελώ νεοελλ. 1. ευνοώ 2. υποστηρίζω αρχ. φρ. 1. «βοηθῶ ἐπί… …   Dictionary of Greek

  • βοηθώ — βοηθάω / βοηθώ, βοήθησα και βόηθησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βοηθώ — ησα, ήθηκα, βοηθημένος, συμπαραστέκομαι, δίνω βοήθεια, συντρέχω κάποιον: Πάντα βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βοηθῶ — Βοηθός hasting to the cry for help masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθῶ — βοάω cry aloud aor subj pass 1st sg (attic epic doric ionic) βοηθέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) βοηθέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) βοηθός hasting to the cry for help masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοηθῷ — Βοηθός hasting to the cry for help masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθῷ — βοηθός hasting to the cry for help masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοηθώ — Βοηθός hasting to the cry for help masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθώ — βοηθός hasting to the cry for help masc/fem/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγιουτάρω — βοηθώ, ενισχύω κάποιον υλικά ή ηθικά (κν. συντρέχω). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. aiutare (= βοηθώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”